-
1 προς-υφαίνω
προς-υφαίνω, dazu od. zusammen weben, ἀϑανάτῳ ϑνητόν, Plat. Tim. 41 d.
-
2 προσυφαινω
-
3 προσυφαίνω
A- νφᾶναι Sever.
ap. Eus.PE13.17:— interweave with,ἀθανάτῳ θνητόν Pl.Ti. 41d
, cf. Sever. l.c.;τὸ ἀκόλουθον τῇ γραφῇ Ph.1.511
, cf. 536 ([voice] Pass.), Jul.Gal. 178b;καινόν τι τοῖς ἀρχαίοις Them.Or.26.316a
; προσυφάνθη τὸ χόριον (sc. τῷ ς ώματι) Porph.Marc. 32: metaph. of buildings, οἰκίας προσυφαίνουσι ταῖς γωνίαις (in a painting) Philostr.Im.2.28; [στοαὶ] αἷς ἱππόδρομός τε προσύφανται καὶ θέατρον Lib.Or.11.218
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσυφαίνω
-
4 ἐπιζεύγνυμι
A join at top, Hdt.7.36;τοὺς κίονας τοῖς ἐπι στυλίοις Plu.Per.13
; τοὺς δακτύλους τῆς ἑτέρας χειρὸς ἐπὶ τὴν ἑτέραν ἐ. Arist.Pr. 912b14; simply, bind fast,χεῖρας ἱμᾶσι Theoc.22.3
.2. join to,πώλοις.. τόνδ' ἐπιζεύξασ' ὄχον A.Eu. 405
: metaph., ἐπέζευκται κοινὸν ὄνομά [τινι καί τινι] Arist.HA 531b22, cf. Rh. 1407b19; θνητὸν βίον ἀθανάτῳ ἐ. Ph.1.209; μηδ' ἐπιζευχθῇς στόμα φήμῃ πονηρᾷ nor let thy mouth be joined to evil sayings, A.Ch. 1044: Math., ἐπεζεύχθω ἀπὸ κτλ. let the point A be joined to the point B, Arist.Mete. 376a17.II. enclose, join up, of hills, Plb.1.75.4, 3.49.7.III. ἐπεζευγμένον, τό, minor premise of a disjunctive syllogism, Chrysipp. ap. S.E.P.2.158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζεύγνυμι
См. также в других словарях:
προσυφαίνω — Α 1. συνυφαίνω («ἀθανάτῳ θνητὸν προσυφαίνοντες», Πλάτ.) 2. μτφ. (σχετικά με οικοδομήματα) κατασκευάζω κάτι σε κάτι άλλο («οἰκίας προσυφαίνουσι ταῑς γωνίαις», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφαίνω «συμπλέκω, δημιουργώ, παρασκευάζω»] … Dictionary of Greek
συνεξανύω — και συνεξανύτω Α 1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω 2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.) 3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος… … Dictionary of Greek